- αναπιπράσκω
- ἀναπιπράσκω (A) [πιπράσκω]ξαναπουλάω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναπράτης — ἀναπράτης, ο (Α) μεταπράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπιπράσκω «μεταπουλάω» (πρβλ. μεταπράτης, συμπράτης, ἐλαιοπράτης, ἀρτοπράτης κ.ά.)] … Dictionary of Greek